Τέλλος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τέλλος, Γουλιέλμος — (Tell). Θρυλικός ήρωας της ελβετικής ανεξαρτησίας (14ος αι.). Κατά τον θρύλο, που διαδόθηκε όμως μόνο κατά το δεύτερο μισό του 15ου αι., ο Τ. αντιστάθηκε στην παράλογη διαταγή ενός εξίσου θρυλικού βάιλου του Ούρι, του Γκέσνερ, να γονατίσει… … Dictionary of Greek
Γουλιέλμος Τέλλος — Βλ. λ. Τέλλος, Γουλιέλμος … Dictionary of Greek
Άγρας, Τέλλος — (Καλαμπάκα 1899 – Αθήνα 1944).Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του ποιητή και κριτικού Ευαγγέλου Ιωάννου. Σπούδασε νομικά και εργάστηκε ως δημόσιος υπάλληλος. Εντάσσεται στην ομάδα των ποιητών που, καθώς γεννήθηκαν μετά το 1890, είχαν χάσει την πίστη της… … Dictionary of Greek
Τέλλω — Τέλλος masc nom/voc/acc dual Τέλλος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τέλλοι — Τέλλος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τέλλον — Τέλλος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τέλλου — Τέλλος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τέλλων — Τέλλος masc gen pl Τέλλων masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τέλλῳ — Τέλλος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)